Η παρέλαση υπήρξε ιστορικά δημόσια εκδήλωση που συσπείρωνε το εθνικό φρόνημα, λειτουργώντας παράλληλα και πρόσκαιρα ως πεδίο κοινωνικής συνοχής, ειδικά στα αστικά περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται από σχετική ετερογένεια και ανωνυμία. Ως εκδήλωση λαμβάνει χώρα σε εθνικές γιορτές, σε ημέρα συνεπώς σχόλης από τη δουλειά και σε συνθήκη που ευνοεί τη συνάθροιση. Είναι ακόμη η ευκαιρία για μικρούς κυρίως αλλά και για μεγαλύτερους να δουν από κοντά τα καλά γυαλισμένα γρανάζια του πολέμου, να επιθεωρήσουν τον μηχανισμό προστασίας από κάθε εξωτερική επιβουλή. Η συγκέντρωση του ευρύτερου κοινού ενώπιον μιας στρατιωτικής, κατά βάση, πομπής γεννά από μόνη της αδρεναλίνη. Τη σύγχρονη περίοδο, σε καιρό παρατεταμένης ειρήνης, εγέρθηκαν αμφιβολίες για τη χρησιμότητά της και την αναγκαιότητα της δαπάνης της σε καιρούς συννεφιασμένους.
Η φετινή χρονιά είναι η μοναδική ίσως στην πρόσφατη ιστορία της χώρας κατά την οποία οι παρελάσεις ματαιώθηκαν καθώς υψηλή προτεραιότητα έχει ένας άλλος πόλεμος, αυτός της δημόσιας υγείας απέναντι σε έναν αόρατο εχθρό. Πρόκειται ίσως τότε για μια απρόσκλητη ευκαιρία να αναστοχαστεί κανείς αισθήματα και αναμνήσεις σχετικά με το φαινόμενο, να ζυγίσει την παρουσία και την απουσία της παρέλασης, την αξία της συνήθειας απέναντι σε εκείνη της μεταβολής.
[Φωτογραφία: Γιάννης Στυλιανού, Παρέλαση, 1967, ©Αρχείο Γιάννης Στυλιανού / MOMus - Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης]